ἐπιδειπνίς

ἐπίδειπνον

ἐπιδέκατος
ἐπί·δειπνον, ου (τὸ) dessert, Ath. 664e ; Com. (Clém. 1, 385 Migne).
Étym. ἐπί, δεῖπνον.