ἐπίδεσμος

ἐπιδεσμοχαρής

ἐπιδεσπόζω
ἐπιδεσμο·χαρής, ής, ές [] qui aime les bandages, ép. de la goutte, Luc. Trag. 198.
Étym. ἐπίδεσμος, χαίρω.