ἐπίδεσμον

ἐπίδεσμος

ἐπιδεσμοχαρής
ἐπί·δεσμος, ου () ligament, bandelette pour pansement, Hpc. Off. 743 ; Ar. Vesp. 1440 ||
E Inus. au plur. ; on emploie ἐπίδεσμα, plur. du préc.
Étym. ἐπί, δεσμός.