ἐπιδιαϐαίνω

ἐπιδιαγιγνώσκω

ἐπιδιαθήκη
ἐπι·δια·γιγνώσκω, examiner ou discuter de nouveau, Hdt. 1, 133 ; Syn. Ep. 67, p. 213 ||
E -γινώσκω [] Hdt. l. c.