ἐπιδιδάσκω

ἐπιδιδυμίς

ἐπιδίδωμι
ἐπι·διδυμίς, ίδος () [δῐῠ] épididyme, tunique interne des testicules, Gal. 2, 98.
Étym. ἐπί, δίδυμος.