ἐπιδίζομαι

ἐπιδιηγέομαι-οῦμαι

ἐπιδιήγησις
ἐπι·διηγέομαι-οῦμαι, raconter en outre ou de nouveau, Arstd. t. 1, 298 ; Syn. Ep. 127, p. 262c.