ἐπιδιηγέομαι-οῦμαι

ἐπιδιήγησις

ἐπιδικάζω
ἐπιδιήγησις, εως () récit sur lequel on revient, Arstt. Rhet. 3, 13 ; Quint. 4, 2, 128.
Étym. ἐπιδιηγέομαι.