ἐπιδορατίς

ἐπιδορπίδιος

ἐπιδορπίζομαι
ἐπι·δορπίδιος, ος, ον [ῐδ] c. ἐπιδόρπιος, Anth. 6, 299.
Étym. ἐπιδορπίς.