ἐπιδόξως

ἐπιδορατίς

ἐπιδορπίδιος
ἐπι·δορατίς, ίδος () [ᾰῐδ] extrémité d’un fer de lance, Pol. 6, 25, 5 ; Plut. M. 217e.
Étym. ἐπί, δόρυ.