ἐπιδοξότης

ἐπιδόξως

ἐπιδορατίς
ἐπιδόξως, adv. glorieusement, Spt. 1 Esdr. 9, 45 ; Artém. 2, 30, p. 125, 19.
Étym. ἐπίδοξος.