ἐπιεικοστότριτος λόγος

ἐπιεικτός

ἐπιεικῶς
ἐπιεικτός, ή, όν, convenable, traitable, touj. avec la nég.: οὐκ ἐπ.
1 intraitable, indomptable, Il. 5, 892 ; Od. 19, 493, etc. ||
2 intolérable, Od. 8, 307.