ἐπιγλωσσάομαι

ἐπιγλωσσίς

ἐπιγναμπτός
ἐπι·γλωσσίς, att. -ωττίς, ίδος () épiglotte ou luette, Hpc. 268, 30 ; Arstt. H.A. 1, 11, 12.
Étym. ἐπί, γλῶσσα.