ἐπιγραμματίζω

ἐπιγραμμάτιον

ἐπιγραμματοποιός
ἐπιγραμμάτιον, ου (τὸ) [μᾰ] petite pièce en distiques, Plut. Cato ma. 1.
Étym. ἐπίγραμμα.