ἐπιγραμμάτιον

ἐπιγραμματοποιός

ἐπιγραφή
ἐπιγραμματο·ποιός, οῦ () [μᾰ] faiseur d’épigrammes, DL. 6, 14.
Étym. ἐπίγραμμα, ποιέω.