ἐπικίδνημι

ἐπικιθάρισμα

ἐπικιναίδισμα
ἐπι·κιθάρισμα, ατος (τὸ) [κῐ] finale d’un air joué sur la lyre, Tertull. 2, 589 Migne.
Étym. ἐπί, κιθαρίζω.