ἐπικιθάρισμα

ἐπικιναίδισμα

ἐπικινδυνεύω
ἐπι·κιναίδισμα, ατος (τὸ) [κῐ] action ou propos de débauché, Clém. 270.
Étym. ἐπί, κιναιδίζω.