ἐπικλινῶς

ἐπίκλισις

ἐπικλονέω-ῶ
ἐπίκλισις, εως () [λῐ] inclination, penchant, Antip. (Stob. Fl. 29, 78, t. 2, p. 13, l. 18) ; Plut. M. 1045b.
Étym. ἐπικλίνω.