ἐπικλίνω

ἐπικλινῶς

ἐπίκλισις
ἐπικλινῶς [ῐν] adv. ἐπ. ἔχειν πρός τι, Phil. 1, 37, 150 ; 2, 570, avoir du penchant, de l’inclination pour qqe ch.
Étym. ἐπικλινής.