ἐπικοιτάζομαι

ἐπικοιτέω-ῶ

ἐπικοίτιος
ἐπι·κοιτέω-ῶ, passer la nuit sur, ἐπί et le gén. Pol. 22, 10, 6.
Étym. ἐπί, κοίτη.