ἐπικοιτέω-ῶ

ἐπικοίτιος

ἐπικοκκάστρια
ἐπι·κοίτιος, ος, ον, qui concerne le coucher, Hiérocl. C. aur. p. 460 Mullach.
Étym. ἐπί, κοίτη.