ἐπικρατητικός

ἐπικρατήτωρ

ἐπικρατίδες
ἐπικρατήτωρ, ορος [] adj. m. : ἐπ. ἀστήρ, Ptol. 216d, 217d, etc. astre dominant, t. d’astrol.
Étym. ἐπικρατέω.