ἐπικρίνω

ἐπίκριον

ἐπίκρισις
ἐπ·ίκριον, ου (τὸ) antenne de vaisseau, Od. 5, 254, 318 ; A. Rh. 2, 1264.
Étym. ἐπί, ἰκρίον.