ἐπικρύπτω

ἐπίκρυφος

ἐπίκρυψις
ἐπίκρυφος, ος, ον [] caché, dissimulé, Pd. O. 8, 69 ; Plut. Arat. 10 ; Max. π. κατ. 21.
Étym. ἐπικρύπτω.