ἐπικυκλέω-ῶ

ἐπικύκλιος

ἐπίκυκλος
ἐπι·κύκλιος, ου () s. e. πλακοῦς, sorte de gâteau rond syracusain, Epich. (Ath. 645e).
Étym. ἐπί, κύκλος.