ἐπικύκλιος

ἐπίκυκλος

ἐπικυλίκειος
ἐπί·κυκλος, ου () cercle concentrique ou épicycle, t. d’astr. Plut. M. 1028b ; Jambl. V. Pyth. 31, p. 70.
Étym. ἐπί, κύκλος.