ἐπικηρυκεία

ἐπικηρύκευμα

ἐπικηρυκεύω
ἐπικηρύκευμα, ατος (τὸ) [] négociation par l’entremise de hérauts, Eur. Med. 738.
Étym. ἐπικηρυκεύω.