ἐπιληκέω-ῶ

ἐπιληκυθίστρια

ἐπιλημπτεύομαι
*ἐπι·ληκυθίστρια, dor. ἐπι·λακυθίστρια, ας [ᾱῠ] adj. f. ampoulée, ép. de la muse tragique, Anth. 13, 21.
Étym. ἐπί, ληκυθίζω.