ἐπιληκυθίστρια

ἐπιλημπτεύομαι

ἐπίλημπτος
ἐπι·λημπτεύομαι, c. ἐπιληπτεύομαι, Spt. 1 Reg. 21, 15 var. ; Jer. 30, 3 var.