Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπιλησμονή
ἐπίλησμος
ἐπιλησμοσύνη
ἐπίλησμος,
ος, ον
(
seul.
sup.
ἐπιλησμότατος
)
c.
ἐπιλήσμων,
Ar.
Nub.
788
.