ἐπίλησμος

ἐπιλησμοσύνη

ἐπιλήσμων
ἐπιλησμοσύνη, ης () oubli, Crat. (Sch.-Ar. Nub. 788); DC. 56, 41.
Étym. ἐπιλήσμων.