ἐπιμερίζω

ἐπιμερισμός

ἐπιμερότης
ἐπιμερισμός, οῦ ()
1 division, distribution, Dysc. Synt. 91, 1 ||
2 énumération détaillée, Chœrob. (Bkk. 1340).
Étym. ἐπιμερίζω.