ἐπιμερής

ἐπιμερίζω

ἐπιμερισμός
ἐπι·μερίζω :
1 répartir, distribuer, DH. 2, 50 ; t. de gr. ἐπιμεριζόμενον ὄνομα, D. Thr. 636, 13, nom distributif (p. ex. ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος); cf. Dysc. Synt. 92, 21 ||
2 détailler, énumérer, Str. 587.