ἐπίμεσος

ἐπιμεσουράνημα

ἐπίμεστος
ἐπι·μεσουράνημα, ατος (τὸ) t. d’astron. culmination postérieure (du soir) Ptol. t. 2, p. 103, 21.
Étym. ἐπί, μεσουρανέω.