ἐπιμεσουράνημα

ἐπίμεστος

ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπί·μεστος, ος, ον, trop plein, surabondant, Call. Cer. 134 ; adv. ἐπίμεστα, Phérécr. fr. 34, en surabondance.
Étym. ἐπί, μεστός.