ἐπιμηχανάομαι-ῶμαι

ἐπιμηχάνημα

ἐπιμηχάνησις
ἐπιμηχάνημα, ατος (τὸ) [χᾰ] invention, expédient, machination, Hippodam. (Stob. Fl. 43, 93).
Étym. ἐπιμηχανάομαι.