ἐπιμηχάνημα

ἐπιμηχάνησις

ἐπιμηχανητέον
ἐπιμηχάνησις, εως () [] action d’imaginer un expédient, Chrysipp. (Stob. Ecl. phys. p. 378).
Étym. ἐπιμηχανάομαι.