Ἐπιφί

ἐπιφιλονεικέω-ῶ

ἐπιφιλοπονέομαι-οῦμαι
ἐπι·φιλονεικέω-ῶ [φῐ] aimer en outre les querelles, Chrys. 2, 142 Migne.