ἐπιφιλονεικέω-ῶ

ἐπιφιλοπονέομαι-οῦμαι

ἐπιφιλοτιμέομαι-οῦμαι
ἐπι·φιλοπονέομαι-οῦμαι [φῐ] travailler avec zèle à, dat. Xén. Œc. 5, 5.