ἐπιφιλοτιμέομαι-οῦμαι

ἐπίφλεϐος

ἐπιφλεϐοτομέω-ῶ
ἐπί·φλεϐος, ος, ον, aux veines saillantes, Hpc. 1180g ; Arstt. H.A. 1, 11, 12.
Étym. ἐπί, φλέψ.