ἐπιφιλοπονέομαι-οῦμαι

ἐπιφιλοτιμέομαι-οῦμαι

ἐπίφλεϐος
ἐπι·φιλοτιμέομαι-οῦμαι [ῐῑ] accorder libéralement, Lib. 4, 806.