ἐπιφλέγω

ἐπιφλόγισμα

ἐπιφλογώδης
ἐπιφλόγισμα, ατος (τὸ) partie enflammée, Hpc. Aph. 1053.
Étym. ἐπιφλογίζω, de *ἐπίφλογος, v. le suiv.