ἐπιφλόγισμα

ἐπιφλογώδης

ἐπίφλοος
ἐπιφλογώδης, ης, ες, qui paraît enflammé, Hpc. 191h.
Étym. *ἐπίφλογος, de ἐπιφλέγω, -ωδης.