ἐπιψήφισμα

ἐπιψιθυρίζω

ἐπίψογος
ἐπι·ψιθυρίζω (impf. 3 sg. ἐπεψιθύριζεν) [ψῐῠ] chuchoter, Nonn. Jo. 13, 108.