ἐπίσταλμα

ἐπισταλτικός

ἐπίσταμαι
ἐπισταλτικός, ή, όν :
1 qui marque la destination, Sch.-D. Thr. (Bkk. p. 636, 6) ; ἡ ἐπισταλτική (s. e. πτῶσις) Dysc. Synt. 40, 27 ; 241, 6, le datif ||
2 épistolaire, A. Tyan. (Philstr. 391).
Étym. ἐπιστέλλω.