ἐπίσταμαι

ἐπισταμένως

ἐπίσταξις
ἐπισταμένως [] adv. habilement, avec art, Il. 10, 265 ; Od. 20, 161 ; Hés. O. 107 ; Xén. Cyr. 1, 1, 3 (ἐπιστάμενος, v. ἐπίσταμαι 1).