ἐπίστιος

ἐπιστιχάομαι-ῶμαι

ἐπιστοϐέω-ῶ
ἐπι·στιχάομαι-ῶμαι [τῐ] (seul. impf. 3 pl. épq. ἐπεστιχόωντο) s’approcher de, ἐς et l’acc. Nonn. Jo. 4, 206.
Étym. ἐπί, στίχος.