ἐπιστιχάομαι-ῶμαι

ἐπιστοϐέω-ῶ

ἐπιστοιϐάζω
ἐπι·στοϐέω-ῶ, se moquer de, acc. A. Rh. 3, 663, etc.
Étym. ἐπί, στόϐος.