ἐπιστολή

ἐπιστολιαγράφος

ἐπιστολιαφόρος
ἐπιστολια·γράφος, ου () [ᾱᾰ] c. ἐπιστολογράφος, Pol. (Ath. 195b conj.).
Étym. ἐπιστόλιον, γράφω.