Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπιστολιαγράφος
ἐπιστολιαφόρος
ἐπιστολίδιον
ἐπιστολια·φόρος,
ου
(
ὁ
) [
ᾱ
]
c.
ἐπιστολεύς 1,
Xén.
Hell.
6, 2, 25
.
Étym.
ἐπιστόλιον, φέρω
.