ἐπιστολιαφόρος

ἐπιστολίδιον

ἐπιστολικός
ἐπι·στολίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] petit billet, Bas. 4, 724 Migne.
Étym. dim. d’ἐπιστόλιον.